αντιχαριστικός

αντιχαριστικός
-ή, -ό
επιζήμιος. Στα αρχαία ελληνικά «αντιχαριστική δοτική» λεγόταν η δοτική που φανέρωνε το πρόσωπο για ζημία του οποίου γινόταν κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιχαριστικός — ή, ό [αντιχαρίζομαι] 1. ο μη χαριστικός, ο επιζήμιος 2. «δοτική αντιχαριστική» η δοτική που φανερώνει το πρόσωπο εις βάρος ή για βλάβη του οποίου γίνεται ή υπάρχει κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”